κορωνιδεύς

κορωνιδεύς
κορωνιδεύς, ὁ (Α)
μικρή κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + υποκορ. κατάλ. -ιδεύς (πρβλ. ερωτ-ιδεύς, λεοντ-ιδεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορωνιδεύς — young crow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνιδεῖς — κορωνιδεύς young crow masc acc pl κορωνιδεύς young crow masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”